Anonymous

μελαγχίτων: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μελαγχίτων:''' [ῐ], -ωνος, ὁ, ἡ, αυτός που [[φορά]] μαύρο [[μανδύα]], [[σκουρόχρωμος]], [[σκοτεινός]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''μελαγχίτων:''' [ῐ], -ωνος, ὁ, ἡ, αυτός που [[φορά]] μαύρο [[μανδύα]], [[σκουρόχρωμος]], [[σκοτεινός]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''μελαγχίτων:''' ωνος (ῐ) adj.<br /><b class="num">1)</b> в черном одеянии, одетый в черное (sc. γυναῖκες Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> мрачный, скорбный ([[φρήν]] Aesch.).
}}
}}