Anonymous

μέμψις: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μέμψις:''' -εως, ἡ ([[μέμφομαι]]),·<br /><b class="num">1.</b> [[κατηγορία]], [[επίκριση]], [[ψόγος]], <i>μέμψιν ἐπιφέρειν τινί</i>, σε Αριστοφ.· <i>ἔχειν μέμψιν</i>, [[προκαλώ]] [[κατηγορία]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> Ενεργ., [[αιτία]] για [[παράπονο]], σε Αισχύλ., Σοφ.
|lsmtext='''μέμψις:''' -εως, ἡ ([[μέμφομαι]]),·<br /><b class="num">1.</b> [[κατηγορία]], [[επίκριση]], [[ψόγος]], <i>μέμψιν ἐπιφέρειν τινί</i>, σε Αριστοφ.· <i>ἔχειν μέμψιν</i>, [[προκαλώ]] [[κατηγορία]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> Ενεργ., [[αιτία]] για [[παράπονο]], σε Αισχύλ., Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''μέμψις:''' εως ἡ<b class="num">1)</b> порицание, упрек (μέμψιν ποιεῖν, ἐπιφέρειν или μέμφεσθαί τινι Arph.): πολλὴν ὑφέξεις μέμψιν Eur. ты подвергнешься резкому порицанию;<br /><b class="num">2)</b> основание для упреков (μέμψιν εἴς τινα οὐκ ἔχειν Soph.).
}}
}}