Anonymous

μειρακιεύομαι: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μειρᾰκιεύομαι:''' αποθ., [[παριστάνω]] τον νεαρό, σε Πλούτ., Λουκ.
|lsmtext='''μειρᾰκιεύομαι:''' αποθ., [[παριστάνω]] τον νεαρό, σε Πλούτ., Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''μειρᾰκιεύομαι:''' ребячиться, резвиться Plut., Luc., Anth.
}}
}}