Anonymous

μενοεικής: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μενοεικής:''' -ές ([[εἰκός]], [[ἔοικα]]), [[ταιριαστός]] στις επιθυμίες, [[ικανοποιητικός]], [[επαρκής]], [[πλουσιοπάροχος]], [[σύμφωνος]] με τις προτιμήσεις κάποιου, σε Όμηρ.· [[τάφος]] μονοεικής, πλουσιοπάροχη ταφική [[τελετουργία]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>μενοεικέα ὕλην</i>, [[μεγάλη]] [[ποσότητα]] ξύλου, στο ίδ.
|lsmtext='''μενοεικής:''' -ές ([[εἰκός]], [[ἔοικα]]), [[ταιριαστός]] στις επιθυμίες, [[ικανοποιητικός]], [[επαρκής]], [[πλουσιοπάροχος]], [[σύμφωνος]] με τις προτιμήσεις κάποιου, σε Όμηρ.· [[τάφος]] μονοεικής, πλουσιοπάροχη ταφική [[τελετουργία]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>μενοεικέα ὕλην</i>, [[μεγάλη]] [[ποσότητα]] ξύλου, στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''μενοεικής:''' <b class="num">1)</b> достаточный, обильный ([[σῖτος]] καὶ [[οἶνος]], δῶρα, [[δεῖπνον]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> приятный, вкусный (τὸ ἡδὺ μενοεικὲς ὁ ποιητὴς κέκληκεν Plut.).
}}
}}