Anonymous

μεταβιβάζω: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεταβῐβάζω:''' Αττ. μέλ. <i>-βιβῶ</i>, μτβ. του [[μεταβαίνω]]·<br /><b class="num">1.</b> περνώ από μια [[θέση]] σε [[άλλη]], [[μετατοπίζω]], [[οδηγώ]] σε διαφορετική [[θέση]] ή [[κατάσταση]], σε Αριστοφ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[οδηγώ]] σε διαφορετική [[κατεύθυνση]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''μεταβῐβάζω:''' Αττ. μέλ. <i>-βιβῶ</i>, μτβ. του [[μεταβαίνω]]·<br /><b class="num">1.</b> περνώ από μια [[θέση]] σε [[άλλη]], [[μετατοπίζω]], [[οδηγώ]] σε διαφορετική [[θέση]] ή [[κατάσταση]], σε Αριστοφ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[οδηγώ]] σε διαφορετική [[κατεύθυνση]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''μεταβῐβάζω:''' <b class="num">1)</b> переводить, приводить (τοὺς ἐπιβάτας εἰς ναῦν Xen.; εἰς ἀγαθά Arph.; [[ἀπό]] τινος ἐπί τι Plat.);<br /><b class="num">2)</b> направлять по другому пути (τὰς ἐπιθυμίας Plat.): μ. τὸν λόγον ἐπί τι Diod. переходить (в рассказе) к чему-л.;<br /><b class="num">3)</b> приносить, вносить (τὸν πόλεμον εἰς Λιβύην Polyb.).
}}
}}