Anonymous

μετακλίνομαι: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μετακλίνομαι:''' [ῑ], αόρ. αʹ <i>μετ-εκλίνθην</i>, Παθ., μετακινούμαι προς την [[άλλη]] [[παράταξη]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''μετακλίνομαι:''' [ῑ], αόρ. αʹ <i>μετ-εκλίνθην</i>, Παθ., μετακινούμαι προς την [[άλλη]] [[παράταξη]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''μετακλίνομαι:''' (ῑ) склоняться в другую сторону: πολέμοιο μετακλινθέντος Hom. при неблагоприятном обороте битвы.
}}
}}