Anonymous

μεταπίπτω: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεταπίπτω:''' μέλ. -[[πεσοῦμαι]],<br /><b class="num">1.</b> [[πέφτω]] με διαφορετικό τρόπο (σε [[άλλο]] [[μέρος]]), [[υφίσταμαι]] μια [[αλλαγή]], [[μεταπίπτω]] τὸ [[εἶδος]], σε Ηρόδ., εἰς [[ἄλλο]] [[εἶδος]], σε Πλάτ.· επίσης, [[αλλάζω]] αιφνιδίως [[γνώμη]], σε Ευρ., Αριστοφ.· εἰ [[τρεῖς]] μόναι μετέπεσον [[τῶν]] [[ψήφων]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[αλλάζω]], [[ιδίως]] προς το χειρότερο, <i>μεταπίπτοντος δαίμονος</i>, εάν η [[τύχη]] αλλάξει προς το χειρότερο, σε Ευρ.· [[σπανίως]] προς το καλύτερο, στον ίδ.· λέγεται για πολιτικές μεταβολές, [[διέρχομαι]] [[μεταβολή]] ή [[επανάσταση]], σε Θουκ.
|lsmtext='''μεταπίπτω:''' μέλ. -[[πεσοῦμαι]],<br /><b class="num">1.</b> [[πέφτω]] με διαφορετικό τρόπο (σε [[άλλο]] [[μέρος]]), [[υφίσταμαι]] μια [[αλλαγή]], [[μεταπίπτω]] τὸ [[εἶδος]], σε Ηρόδ., εἰς [[ἄλλο]] [[εἶδος]], σε Πλάτ.· επίσης, [[αλλάζω]] αιφνιδίως [[γνώμη]], σε Ευρ., Αριστοφ.· εἰ [[τρεῖς]] μόναι μετέπεσον [[τῶν]] [[ψήφων]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[αλλάζω]], [[ιδίως]] προς το χειρότερο, <i>μεταπίπτοντος δαίμονος</i>, εάν η [[τύχη]] αλλάξει προς το χειρότερο, σε Ευρ.· [[σπανίως]] προς το καλύτερο, στον ίδ.· λέγεται για πολιτικές μεταβολές, [[διέρχομαι]] [[μεταβολή]] ή [[επανάσταση]], σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''μεταπίπτω:''' <b class="num">1)</b> падать вверх дном или вверх ногами, перевертываться, опрокидываться: ὀστράκου μεταπεσόντος погов. Plat. когда ракушка опрокинулась (см. [[ὀστρακίνδα]]), т. е. с резким изменением обстоятельств;<br /><b class="num">2)</b> выпадать иначе: εἰ [[τριάκοντα]] μόναι μετέπεσον τῶν [[ψήφων]] Plat. если бы тридцать лишь камешков выпали иначе, т. е. если бы только на тридцать голосов оказалось больше (в пользу Сократа);<br /><b class="num">3)</b> резко (из)меняться, становиться другим (μεταπίπτει πάντα χρήματα καὶ οὐδὲν μένει Plat.): μεταπέσοι βελτίονα Eur. да изменится это к лучшему; [[φίλτατος]] ἐξ ἐχθίστου μεταπιπτων Arph. ставший из ненавистнейшего самым дорогим; μεταπίπτοντος δαίμονος Eur. когда судьба совершенно изменилась; μετεπεπτώκει τὰ πράγματα Lys. совершился государственный переворот;<br /><b class="num">4)</b> впадать, попадать, переходить (ἐξ εὐτυχίας εἰς δυστυχίαν Arst.);<br /><b class="num">5)</b> превращаться, преображаться (εἰς [[ἄλλο]] [[εἶδος]] Plat.; ἐκ γυναικὸς ἐς [[ὄρνεον]] Luc.): [[τοὐναντίον]] μ. Plat. превращаться в свою противоположность.
}}
}}