Anonymous

μεταπηδάω: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεταπηδάω:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, [[πηδώ]] από ένα [[μέρος]] σε [[άλλο]], [[πηδώ]] εδώ κι [[αλλού]], σε Λουκ.
|lsmtext='''μεταπηδάω:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, [[πηδώ]] από ένα [[μέρος]] σε [[άλλο]], [[πηδώ]] εδώ κι [[αλλού]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''μεταπηδάω:''' перепрыгивать, перескакивать Sext., Luc.
}}
}}