Anonymous

μελισταγής: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μελιστᾰγής:''' -ές ([[στάζω]]), αυτός που στάζει [[μέλι]], σε Ανθ.
|lsmtext='''μελιστᾰγής:''' -ές ([[στάζω]]), αυτός που στάζει [[μέλι]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''μελιστᾰγής:''' источающий мед ([[στόμα]] Anth.).
}}
}}