Anonymous

μεγαλίζομαι: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεγᾰλίζομαι:''' Παθ. μόνο σε ενεστ., εξυμνούμαι, εκθειάζομαι, σε Όμηρ.
|lsmtext='''μεγᾰλίζομαι:''' Παθ. μόνο σε ενεστ., εξυμνούμαι, εκθειάζομαι, σε Όμηρ.
}}
{{elru
|elrutext='''μεγᾰλίζομαι:''' превозноситься, чваниться (θυμῷ Hom.).
}}
}}