Anonymous

μετεξανίσταμαι: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μετεξανίσταμαι:''' Παθ., μετακινούμαι από ένα [[μέρος]] σε [[άλλο]], σε Λουκ.
|lsmtext='''μετεξανίσταμαι:''' Παθ., μετακινούμαι από ένα [[μέρος]] σε [[άλλο]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''μετεξανίσταμαι:''' переходить, уходить (πρὸς τὴν ἀφθονωτέραν νομήν Luc.).
}}
}}