Anonymous

μεταθέω: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεταθέω:''' μέλ. -[[θεύσομαι]],<br /><b class="num">I.</b> [[τρέχω]] στο κατόπι, [[κυνηγώ]], σε Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[ασκώ]] το [[κυνήγι]] ή [[περιπλανώμαι]], <i>τὰ ὄρη</i>, στον ίδ.· απόλ., είμαι στο [[κυνήγι]], περιφέρομαι, στον ίδ.
|lsmtext='''μεταθέω:''' μέλ. -[[θεύσομαι]],<br /><b class="num">I.</b> [[τρέχω]] στο κατόπι, [[κυνηγώ]], σε Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[ασκώ]] το [[κυνήγι]] ή [[περιπλανώμαι]], <i>τὰ ὄρη</i>, στον ίδ.· απόλ., είμαι στο [[κυνήγι]], περιφέρομαι, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''μεταθέω:''' (fut. μεταθεύσομαι)<b class="num">1)</b> гоняться, преследовать, бежать по следу ([[ταχύ]] Xen.);<br /><b class="num">2)</b> (об охотничьих собаках) обегать, обрыскать (τὰ ὄρη Xen.);<br /><b class="num">3)</b> перен. выслеживать, отыскивать чутьем (τὰ ἴχνη τινός, τὰ λεχθέντα Plat.; [[ἑκασταχόσε]] Plut.).
}}
}}