Anonymous

μετόπωρον: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μετόπωρον:''' τό ([[ὀπώρα]]), προχωρημένο [[φθινόπωρο]], σε Θουκ.
|lsmtext='''μετόπωρον:''' τό ([[ὀπώρα]]), προχωρημένο [[φθινόπωρο]], σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''μετόπωρον:''' τό осень Thuc., Arst.
}}
}}