Anonymous

μεταρρυθμίζω: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεταρρυθμίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[αλλάζω]] τον ρυθμό, τη [[μορφή]] ενός πράγματος, [[ανακατασκευάζω]], σε Ηρόδ., Αισχύλ.· [[αναμορφώνω]], [[τροποποιώ]], σε Ξεν.
|lsmtext='''μεταρρυθμίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[αλλάζω]] τον ρυθμό, τη [[μορφή]] ενός πράγματος, [[ανακατασκευάζω]], σε Ηρόδ., Αισχύλ.· [[αναμορφώνω]], [[τροποποιώ]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''μεταρρυθμίζω:''' перестраивать, изменять, переделывать (τὰ γράμματα Her.; πόρον Aesch., Plut.).
}}
}}