Anonymous

μηλοσφαγέω: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μηλοσφᾰγέω:''' ([[σφάζω]]), μέλ. <i>-ήσω</i>, [[σφάζω]] πρόβατα, <i>ἱερὰ μηλοσφαγῶ</i>, [[προσφέρω]] πρόβατα σε [[θυσία]], σε Σοφ.· απόλ., σε Αριστοφ.
|lsmtext='''μηλοσφᾰγέω:''' ([[σφάζω]]), μέλ. <i>-ήσω</i>, [[σφάζω]] πρόβατα, <i>ἱερὰ μηλοσφαγῶ</i>, [[προσφέρω]] πρόβατα σε [[θυσία]], σε Σοφ.· απόλ., σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''μηλοσφᾰγέω:''' <b class="num">1)</b> (тж. μ. [[ἱερά]] Soph.) приносить в жертву овец (θεοῖς Soph., Arph.);<br /><b class="num">2)</b> совершать жертвоприношение, приносить в жертву (οἴνου [[σταμνίον]] Arph.).
}}
}}