Anonymous

μητίομαι: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μητίομαι:''' μέλ. -ίσομαι [ῑ], αόρ. αʹ <i>ἐμητισάμην</i>, αποθ., [[επινοώ]], [[μηχανεύομαι]], [[σχεδιάζω]], σε Όμηρ.· με [[διπλή]] αιτ., [[μηχανεύομαι]] [[συμφορά]] [[εναντίον]] κάποιου, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''μητίομαι:''' μέλ. -ίσομαι [ῑ], αόρ. αʹ <i>ἐμητισάμην</i>, αποθ., [[επινοώ]], [[μηχανεύομαι]], [[σχεδιάζω]], σε Όμηρ.· με [[διπλή]] αιτ., [[μηχανεύομαι]] [[συμφορά]] [[εναντίον]] κάποιου, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''μητίομαι:''' Hom., Pind. = [[μητιάω]].
}}
}}