Anonymous

μηχανή: Difference between revisions

From LSJ
1,785 bytes added ,  1 January 2019
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μηχᾰνή:''' Δωρ. μᾱχανά, ἡ ([[μῆχος]]), Λατ. [[machina]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[εργαλείο]], [[μηχάνημα]] για [[ανύψωση]] βαρών και παρόμοια, σε Ηρόδ.· <i>μηχανὴ Ποσειδῶνος</i>, λέγεται για [[τρίαινα]], σε Αισχύλ.· <i>λαοπόροις μηχανοῖς</i>, λέγεται για τη [[γέφυρα]] από πλοία που έφτιαξε ο [[Ξέρξης]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> πολεμική [[μηχανή]], σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> θεατρικό [[μηχάνημα]], με το οποίο οι θεοί φαίνονταν να εμφανίζονται μετέωροι, σε Πλάτ.· απ' όπου η παροιμ. για [[κάθε]] αιφνίδια [[εμφάνιση]], [[ὥσπερ]] ἀπὸ μηχανής, (πρβλ. Λατ. [[deus]] ex [[machina]]), σε Δημ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[κάθε]] [[επινόηση]] ώστε να επιτευχθεί [[κάτι]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· στον πληθ. <i>μηχαναί</i>, πονηριές, δόλοι, τεχνάσματα, απάτες, σε Ησίοδ., Αττ.· μηχαναῖς [[Διός]], με τα τεχνάσματα του [[Δία]], σε Αισχύλ.· παροιμ., <i>μηχαναὶ Σισύφου</i>, σε Αριστοφ.· φράσεις, <i>μηχανὴν</i> ή <i>μηχανὰς προσφέρειν</i>, σε Ευρ., <i>εὑρίσκειν</i>, σε Αισχύλ. κ.λπ.· με γεν., <i>μηχανὲς κακῶν</i>, μια [[επινόηση]] κατά των ασθενειών, σε Ευρ.· [[αλλά]], <i>μηχανὴ σωτηρίας</i>, [[τρόπος]] για να παρασχεθεί [[ασφάλεια]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[οὐδεμία]] [[μηχανή]] (<i>ἐστι</i>) [[ὅπως]] οὐ, με μέλ., σε Ηρόδ.· επίσης, <i>μὴ οὐ</i>, με απαρ., στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> σε επιρρ. φράσεις, <i>ἐκ μηχανῆς τινος</i>, με τον ένα ή τον [[άλλο]] τρόπο, στον ίδ.· <i>μηδεμιῇ μηχανῇ</i>, με κανένα τρόπο, σε καμία [[περίπτωση]], στον ίδ.
|lsmtext='''μηχᾰνή:''' Δωρ. μᾱχανά, ἡ ([[μῆχος]]), Λατ. [[machina]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[εργαλείο]], [[μηχάνημα]] για [[ανύψωση]] βαρών και παρόμοια, σε Ηρόδ.· <i>μηχανὴ Ποσειδῶνος</i>, λέγεται για [[τρίαινα]], σε Αισχύλ.· <i>λαοπόροις μηχανοῖς</i>, λέγεται για τη [[γέφυρα]] από πλοία που έφτιαξε ο [[Ξέρξης]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> πολεμική [[μηχανή]], σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> θεατρικό [[μηχάνημα]], με το οποίο οι θεοί φαίνονταν να εμφανίζονται μετέωροι, σε Πλάτ.· απ' όπου η παροιμ. για [[κάθε]] αιφνίδια [[εμφάνιση]], [[ὥσπερ]] ἀπὸ μηχανής, (πρβλ. Λατ. [[deus]] ex [[machina]]), σε Δημ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[κάθε]] [[επινόηση]] ώστε να επιτευχθεί [[κάτι]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· στον πληθ. <i>μηχαναί</i>, πονηριές, δόλοι, τεχνάσματα, απάτες, σε Ησίοδ., Αττ.· μηχαναῖς [[Διός]], με τα τεχνάσματα του [[Δία]], σε Αισχύλ.· παροιμ., <i>μηχαναὶ Σισύφου</i>, σε Αριστοφ.· φράσεις, <i>μηχανὴν</i> ή <i>μηχανὰς προσφέρειν</i>, σε Ευρ., <i>εὑρίσκειν</i>, σε Αισχύλ. κ.λπ.· με γεν., <i>μηχανὲς κακῶν</i>, μια [[επινόηση]] κατά των ασθενειών, σε Ευρ.· [[αλλά]], <i>μηχανὴ σωτηρίας</i>, [[τρόπος]] για να παρασχεθεί [[ασφάλεια]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[οὐδεμία]] [[μηχανή]] (<i>ἐστι</i>) [[ὅπως]] οὐ, με μέλ., σε Ηρόδ.· επίσης, <i>μὴ οὐ</i>, με απαρ., στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> σε επιρρ. φράσεις, <i>ἐκ μηχανῆς τινος</i>, με τον ένα ή τον [[άλλο]] τρόπο, στον ίδ.· <i>μηδεμιῇ μηχανῇ</i>, με κανένα τρόπο, σε καμία [[περίπτωση]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''μηχᾰνή:''' дор. [[μαχανά|μᾱχᾰνά]] ἡ<br /><b class="num">1)</b> орудие, приспособление, сооружение: [[ἰχθυβόλος]] μ. Ποσειδῶνος Aesch. = [[τριόδους]]; λαοπόροι μηχαναί Aesch. сооружения для переправы войск;<br /><b class="num">2)</b> осадная машина (μηχανὰς προσάγειν τῇ πόλει Thuc.): ξύλα ἐς μηχανάς Thuc. дерево для (сооружения) осадных орудий;<br /><b class="num">3)</b> театральная машина (поднимавшая на сцену бога для неожиданной развязки драматических событий): [[ὥσπερ]] ἀπὸ μηχανῆς (sc. ὁ [[θεός]]) погов. Dem. или [[ὥσπερ]] ἐν τραγῳδίᾳ μ. Plut. (лат. ut [[deus]] ex [[machina]]) словно бог из машины (символ внезапной и неестественной развязки);<br /><b class="num">4)</b> средство, способ, возможность ([[ἤτοι]] κλήρῳ ἢ [[ἄλλῃ]] τινὶ μηχανῇ Her.; πάσῃ τέχνῃ καὶ μηχανῇ Luc.): μ. κακῶν Eur. средство против зол; μ. σωτηρίας Aesch. средство к спасению; μηδεμίῃ μηχανῇ Her. никоим образом; τρόπῳ ἢ μηχανῇ ᾑτινιοῦν Dem. каким бы то ни было образом;<br /><b class="num">5)</b> уловка, ухищрение (μηχαναὶ σοφιστῶν Plat.): ἐξ Ἀλκμεωνιδέων μηχανῆς Her. по замыслу Алкмеонидов.
}}
}}