Anonymous

μεναίχμης: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεναίχμης:''' -ου, Δωρ. -αίχμας, -α, ὁ ([[αἰχμή]]), αυτός που αντέχει το [[δόρυ]], που είναι [[καρτερικός]] στη [[μάχη]], σε Ανθ.
|lsmtext='''μεναίχμης:''' -ου, Δωρ. -αίχμας, -α, ὁ ([[αἰχμή]]), αυτός που αντέχει το [[δόρυ]], που είναι [[καρτερικός]] στη [[μάχη]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''μεναίχμης:''' дор. [[μεναίχμας]], ου adj. с непоколебимым копьем, твердо держащий копье, т. е. стойкий в бою ([[χείρ]] Anth.).
}}
}}