Anonymous

μετοικίζω: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μετοικίζω:''' [[οδηγώ]] αποίκους σε άλλον [[τόπο]] διαμονής, σε Πλούτ.
|lsmtext='''μετοικίζω:''' [[οδηγώ]] αποίκους σε άλλον [[τόπο]] διαμονής, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''μετοικίζω:''' (fut. μετοικίσω и μετοικιῶ) переселять (τινὰ εἰς Ῥώμην Plut.): μ. τὰς φρένας Plut. сводить с ума; med.-pass. переселяться, переезжать Arph.: μετοικισθῆναι παρ᾽ ἑτέρου πρὸς ἕτερον Luc. странствовать от одного к другому.
}}
}}