3,258,334
edits
(5) |
(3) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μελετάω:''' μέλ. <i>ήσω</i> και <i>-ήσομαι</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[φροντίζω]] για κάποιον, για [[κάτι]], [[προσέχω]] [[κάτι]], με γεν., σε Ησίοδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> με αιτ. πράγμ., [[εντείνω]] την [[προσοχή]] μου, [[εξετάζω]], σε Ηρόδ., Σοφ.· μελετῶ [[δόξαν]], [[στρέφω]] την [[προσοχή]] μου, [[επιδιώκω]] τη [[φήμη]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[εξασκώ]] μια [[τέχνη]], Λατ. meditari, <i>μαντείαν</i>, σε Ομηρ. Ύμν.· μελετῶ [[τοῦτο]] (ενν. κήρυκα [[εἶναι]]), σε Ηρόδ.· <i>μελετῶ σοφίαν</i>, σε Αριστοφ.· <i>ῥητορικήν</i>, σε Πλάτ.· στους Αττ. επίσης, [[ασκώ]] την [[τέχνη]] της ομιλίας, [[μελετώ]] έναν λόγο, σε Δημ. — Παθ., <i>τὸ ναυτικὸν οὐκ ἐνδέχεται ἐκ παρέργου μελετᾶσθαι</i>, η ναυτική [[ικανότητα]] δεν μπορεί να αποκτηθεί με περιστασιακή [[εξάσκηση]], σε Θουκ.· [[εὐταξία]] [[μετὰ]] κινδύνων μελετωμένη, [[πειθαρχία]] που αποκτήθηκε με [[εξάσκηση]] στο [[πεδίο]] της ναυμαχίας, στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> με απαρ., εξασκούμαι σε μια [[δραστηριότητα]], <i>μελετῶ τοξεύειν καὶ ἀκοντίζειν</i>, σε Ξεν.· <i>μελετῶ ἀποθνῄσκειν</i>, σε Πλάτ.<br /><b class="num">IV.</b> απόλ., ασκούμαι, εξασκούμαι, με την αιτ. πράγμ. να παραλείπεται, σε Θουκ., Ξεν.· <i>ἐν τῷ μὴ μελετῶντι</i> (= <i>μελετᾶν</i>), με την [[έλλειψη]] εξάσκησης, σε Θουκ.· [[ιδίως]], [[προβάρω]] έναν λόγο, [[εκφωνώ]] ρητορικό λόγο, σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">V.</b> με αιτ. προσ., [[εξασκώ]] ή [[προπονώ]] πρόσωπα, σε Ξεν. | |lsmtext='''μελετάω:''' μέλ. <i>ήσω</i> και <i>-ήσομαι</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[φροντίζω]] για κάποιον, για [[κάτι]], [[προσέχω]] [[κάτι]], με γεν., σε Ησίοδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> με αιτ. πράγμ., [[εντείνω]] την [[προσοχή]] μου, [[εξετάζω]], σε Ηρόδ., Σοφ.· μελετῶ [[δόξαν]], [[στρέφω]] την [[προσοχή]] μου, [[επιδιώκω]] τη [[φήμη]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[εξασκώ]] μια [[τέχνη]], Λατ. meditari, <i>μαντείαν</i>, σε Ομηρ. Ύμν.· μελετῶ [[τοῦτο]] (ενν. κήρυκα [[εἶναι]]), σε Ηρόδ.· <i>μελετῶ σοφίαν</i>, σε Αριστοφ.· <i>ῥητορικήν</i>, σε Πλάτ.· στους Αττ. επίσης, [[ασκώ]] την [[τέχνη]] της ομιλίας, [[μελετώ]] έναν λόγο, σε Δημ. — Παθ., <i>τὸ ναυτικὸν οὐκ ἐνδέχεται ἐκ παρέργου μελετᾶσθαι</i>, η ναυτική [[ικανότητα]] δεν μπορεί να αποκτηθεί με περιστασιακή [[εξάσκηση]], σε Θουκ.· [[εὐταξία]] [[μετὰ]] κινδύνων μελετωμένη, [[πειθαρχία]] που αποκτήθηκε με [[εξάσκηση]] στο [[πεδίο]] της ναυμαχίας, στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> με απαρ., εξασκούμαι σε μια [[δραστηριότητα]], <i>μελετῶ τοξεύειν καὶ ἀκοντίζειν</i>, σε Ξεν.· <i>μελετῶ ἀποθνῄσκειν</i>, σε Πλάτ.<br /><b class="num">IV.</b> απόλ., ασκούμαι, εξασκούμαι, με την αιτ. πράγμ. να παραλείπεται, σε Θουκ., Ξεν.· <i>ἐν τῷ μὴ μελετῶντι</i> (= <i>μελετᾶν</i>), με την [[έλλειψη]] εξάσκησης, σε Θουκ.· [[ιδίως]], [[προβάρω]] έναν λόγο, [[εκφωνώ]] ρητορικό λόγο, σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">V.</b> με αιτ. προσ., [[εξασκώ]] ή [[προπονώ]] πρόσωπα, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μελετάω:''' (fut. μελετήσω - Luc. μελετήσομαι)<br /><b class="num">1)</b> заботиться, усердно думать (βίου, ἔργου Hes.);<br /><b class="num">2)</b> стараться, добиваться: οὐ [[δύναμαι]] ἀκοῦσαι, [[τοῦτο]] μελετέων Her. этого я не могу выяснить, хотя и старался; [[δόξαν]] ἀρετῆς μ. Thuc. стремиться прослыть доблестным;<br /><b class="num">3)</b> делать, заниматься: σοφίαν μ. Arph. заниматься наукой; ἀστοῖς [[ἴσα]] χρὴ μ. Soph. нужно поступать так, как угодно гражданам; ἐκ παρέργου μελετᾶσθαι Thuc. быть предметом побочных занятий; κρεῖσσον τῶν νόμων μ. Eur. выдумывать нечто, превышающее (установленные богами) законы;<br /><b class="num">4)</b> упражняться, обучаться, изучать (τὴν ῥητορικήν Plat.): ἱππικὸν μεμελετηκός Xen. (хорошо) обученная конница;<br /><b class="num">5)</b> обучать, учить, воспитывать (τινα Xen.): μεμελετημέναι τέχναι Xen. хорошо усвоенные навыки. | |||
}} | }} |