Anonymous

μεταφύομαι: Difference between revisions

From LSJ
3
(25)
(3)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μεταφύομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[γίνομαι]] με [[μεταβολή]], μετατρέπομαι, μεταβάλλομαι σε [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>2.</b> [[φυτρώνω]] [[κατόπιν]].
|mltxt=[[μεταφύομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[γίνομαι]] με [[μεταβολή]], μετατρέπομαι, μεταβάλλομαι σε [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>2.</b> [[φυτρώνω]] [[κατόπιν]].
}}
{{elru
|elrutext='''μεταφύομαι:''' (aor. 2 μέτεφυν) перерождаться, становиться, превращаться (ἐν τῇ δευτέρᾳ γενέσει Plat.).
}}
}}