Anonymous

μήτρα: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μήτρα:''' Ιων. -τρη, ἡ ([[μήτηρ]]), Λατ. [[matrix]], [[μήτρα]] (όργανο του γυναικείου γεννητικού συστήματος), σε Ηρόδ., Πλάτ. κ.λπ.
|lsmtext='''μήτρα:''' Ιων. -τρη, ἡ ([[μήτηρ]]), Λατ. [[matrix]], [[μήτρα]] (όργανο του γυναικείου γεννητικού συστήματος), σε Ηρόδ., Πλάτ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''μήτρα:''' ион. [[μήτρη]] ἡ<br /><b class="num">1)</b> материнская утроба, чрево, полость матки (ἐν τῇ μήτρῃ εἶναι Her.; τὸ [[κύημα]] ἐν τῇ μήτρᾳ Arst.);<br /><b class="num">2)</b> шейка матки (καλεῖται μ. ὁ καυλὸς καὶ τὸ [[στόμα]] τῆς ὑστέρας Arst.);<br /><b class="num">3)</b> кулин. свиная утроба (считавшаяся лакомым блюдом) Arst., Plut.;<br /><b class="num">4)</b> сердцевина (ἐν τοῖς δένδροις Arst.);<br /><b class="num">5)</b> (у пчел, ос и шмелей) матка, царица Arst.;<br /><b class="num">6)</b> перен. недра, источник Diog. L.
}}
}}