3,274,917
edits
(5) |
(3) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μηδείς:''' μηδε-μίᾰ, μηδ-έν (δηλ. [[μηδὲ]] εἷς, [[μηδὲ]] [[μία]], [[μηδὲ]] ἕν)·<br /><b class="num">I. 1.</b> και [[μήτε]] [[ένας]], συγγενές προς το [[οὐδείς]] όπως το <i>μή</i> προς το <i>οὐ</i>, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· [[σπανίως]] στον πληθ., σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[μηδὲ]] εἷς· όταν γράφεται έτσι δεν αποσιωπάται στην [[προφορά]] [[ποτέ]], [[ούτε]] στην Αττ., διατηρώντας την πρώτη εμφατική [[σημασία]], [[μήτε]] [[κανένας]], και [[συχνά]] υπήρχε [[ανάμεσα]] ένα [[μόριο]], όπως <i>μηδ' iν εἷς</i>, ή [[μία]] πρόθ. μηδ' ἐξ [[ἑνός]], [[μηδὲ]] περὶ [[ἑνός]], κ.λπ., σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[κανείς]], ένα [[τίποτε]], [[καλός]] για το [[τίποτε]], ὁ [[μηδείς]], σε Σοφ.· πληθ., <i>οὐ γὰρ ἠξίου τοὺς μηδένας</i>, στον ίδ.· ομοίως, [[μηδέν]] ή τὸ [[μηδέν]] [[συχνά]] ως ουσ., [[μηδενικό]], [[τίποτε]], στον ίδ.· <i>μηδὲν λέγειν</i>, λέω ό,τι είναι μηδενικής αξίας, σε Ξεν.· τοῦμηδενὸς [[ἄξιος]], σε Ηρόδ.· <i>ἐς τὸ μηδὲν ἥκειν</i>, σε Ευρ.· λέγεται και για πρόσωπα, τὸ [[μηδέν]], [[καλός]] για το [[τίποτε]], [[μηδαμινός]], τὸ μηδὲν [[εἶναι]], λέγεται για ευνούχο, σε Ηρόδ.· <i>τὸ μηδὲν ὄντας</i>, σε Σοφ.<br /><b class="num">III.</b> το ουδ. [[μηδέν]] ως επίρρ., [[καθόλου]], με κανέναν τρόπο, σε Αισχύλ. κ.λπ. | |lsmtext='''μηδείς:''' μηδε-μίᾰ, μηδ-έν (δηλ. [[μηδὲ]] εἷς, [[μηδὲ]] [[μία]], [[μηδὲ]] ἕν)·<br /><b class="num">I. 1.</b> και [[μήτε]] [[ένας]], συγγενές προς το [[οὐδείς]] όπως το <i>μή</i> προς το <i>οὐ</i>, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· [[σπανίως]] στον πληθ., σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[μηδὲ]] εἷς· όταν γράφεται έτσι δεν αποσιωπάται στην [[προφορά]] [[ποτέ]], [[ούτε]] στην Αττ., διατηρώντας την πρώτη εμφατική [[σημασία]], [[μήτε]] [[κανένας]], και [[συχνά]] υπήρχε [[ανάμεσα]] ένα [[μόριο]], όπως <i>μηδ' iν εἷς</i>, ή [[μία]] πρόθ. μηδ' ἐξ [[ἑνός]], [[μηδὲ]] περὶ [[ἑνός]], κ.λπ., σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[κανείς]], ένα [[τίποτε]], [[καλός]] για το [[τίποτε]], ὁ [[μηδείς]], σε Σοφ.· πληθ., <i>οὐ γὰρ ἠξίου τοὺς μηδένας</i>, στον ίδ.· ομοίως, [[μηδέν]] ή τὸ [[μηδέν]] [[συχνά]] ως ουσ., [[μηδενικό]], [[τίποτε]], στον ίδ.· <i>μηδὲν λέγειν</i>, λέω ό,τι είναι μηδενικής αξίας, σε Ξεν.· τοῦμηδενὸς [[ἄξιος]], σε Ηρόδ.· <i>ἐς τὸ μηδὲν ἥκειν</i>, σε Ευρ.· λέγεται και για πρόσωπα, τὸ [[μηδέν]], [[καλός]] για το [[τίποτε]], [[μηδαμινός]], τὸ μηδὲν [[εἶναι]], λέγεται για ευνούχο, σε Ηρόδ.· <i>τὸ μηδὲν ὄντας</i>, σε Σοφ.<br /><b class="num">III.</b> το ουδ. [[μηδέν]] ως επίρρ., [[καθόλου]], με κανέναν τρόπο, σε Αισχύλ. κ.λπ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μηδείς:''' μηδε-[[μία]], μηδεν, gen. μηδενός, μηδεμιᾶς, μηδενός [εἷς] (преимущ. sing. μηδ᾽ ἂν εἵς, μηδ᾽ ἐν [[ἑνί]] Plat.) ни один, никакой, никто (μηδένας [[πώποτε]] τῶν ἀνθρώπων [[ἰδεῖν]] [[οὕτω]] σοφούς Plat.; μηδενὶ μηδὲν [[εἰπεῖν]] NT): μηδὲν λέγειν Xen. ничего (существенного) не говорить; τοῦ μηδενὸς [[ἄξιος]] Her. ничего не стоящий, никуда не годный; ἐπὶ μηδὲν ἔρχεσθαι Soph. и εἰς τὸ μηδὲν ἥκειν Eur. превратиться в ничто; μηδὲν ἧττον Soph. нисколько не менее; μηδὲν [[μᾶλλον]] Soph. нисколько не более. | |||
}} | }} |