Anonymous

μιμητικός: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μῑμητικός:''' -ή, -όν ([[μιμέομαι]]), [[καλός]] στις μιμήσεις, [[μιμητικός]], λέγεται για τις καλές τέχνες, σε Πλάτ. κ.λπ.· <i>ἡ -κή</i> (με ή [[χωρίς]] το [[τέχνη]]), η [[δύναμη]] της μιμητικής ιδιότητας, στον ίδ.
|lsmtext='''μῑμητικός:''' -ή, -όν ([[μιμέομαι]]), [[καλός]] στις μιμήσεις, [[μιμητικός]], λέγεται για τις καλές τέχνες, σε Πλάτ. κ.λπ.· <i>ἡ -κή</i> (με ή [[χωρίς]] το [[τέχνη]]), η [[δύναμη]] της μιμητικής ιδιότητας, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''μῑμητικός:''' <b class="num">1)</b> умеющий подражать, воспроизводящий ([[ποιητής]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> склонный к подражанию ([[ἔθνος]] Plat.); подражательный (ἡ τῆς ποιήσεως [[ὑπόθεσις]] Plut.);<br /><b class="num">3)</b> отображающий, изобразительный ([[τέχνη]] Plat.).
}}
}}