Anonymous

μετεισδύνω: Difference between revisions

From LSJ
3
(25)
(3)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μετεισδύνω]] (Α)<br />([[ιδίως]] για τα καρκινοειδή) [[βγαίνω]] από το πρώτο όστρακο, όταν αυξάνομαι, και [[εισέρχομαι]] σε [[άλλο]] μεγαλύτερο («αὐξανόμενον μετεισδύνει είς [[ἄλλο]] [[ὄστρακον]]», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>εἰσ</i>-[[δύνω]] «[[εισέρχομαι]]»].
|mltxt=[[μετεισδύνω]] (Α)<br />([[ιδίως]] για τα καρκινοειδή) [[βγαίνω]] από το πρώτο όστρακο, όταν αυξάνομαι, και [[εισέρχομαι]] σε [[άλλο]] μεγαλύτερο («αὐξανόμενον μετεισδύνει είς [[ἄλλο]] [[ὄστρακον]]», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>εἰσ</i>-[[δύνω]] «[[εισέρχομαι]]»].
}}
{{elru
|elrutext='''μετεισδύνω:''' (ῡ) переходить (εἴς τι Arst.).
}}
}}