Anonymous

μέλλημα: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μέλλημα:''' -ατος, τό ([[μέλλω]]), [[καθυστέρηση]], σε Ευρ., Αισχίν.
|lsmtext='''μέλλημα:''' -ατος, τό ([[μέλλω]]), [[καθυστέρηση]], σε Ευρ., Αισχίν.
}}
{{elru
|elrutext='''μέλλημα:''' ατος τό преимущ. pl. задержка, промедление или медлительность Eur., Plut.
}}
}}