Anonymous

μονοειδής: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μονοειδής:''' -ές ([[εἶδος]]), αυτός που ανήκει σε ή προέρχεται από [[μία]] μόνο [[μορφή]] ή είδος, [[ομοιόμορφος]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''μονοειδής:''' -ές ([[εἶδος]]), αυτός που ανήκει σε ή προέρχεται από [[μία]] μόνο [[μορφή]] ή είδος, [[ομοιόμορφος]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''μονοειδής:''' единообразный, однородный (μ. καὶ [[ἀμέριστος]] Plat.; [[ἁπλοῦς]] καὶ μ. Sext.).
}}
}}