Anonymous

μόγις: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μόγῐς:''' ([[μόγος]]), επίρρ., με μόχθο και κόπο, δηλ. δύσκολα, [[σχεδόν]], σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.· πρβλ. του μετα-ομηρ. [[μόλις]].
|lsmtext='''μόγῐς:''' ([[μόγος]]), επίρρ., με μόχθο και κόπο, δηλ. δύσκολα, [[σχεδόν]], σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.· πρβλ. του μετα-ομηρ. [[μόλις]].
}}
{{elru
|elrutext='''μόγῐς:''' атт. тж. [[μόλις|μόλῐς]] (редко ῑ) adv. с трудом, едва: μ. δέ [[μευ]] ἔκφυγεν ὁρμήν Hom. (Гектор) едва ускользнул от моего нападения; [[πάνυ]] μ. Plat. с большим усилием или крайне неохотно; μ. πως Plat. с некоторым усилием.
}}
}}