Anonymous

μονώτης: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μονώτης:''' -ου, ὁ ([[μονόω]]), μεμονωμένος, σε Αριστ.
|lsmtext='''μονώτης:''' -ου, ὁ ([[μονόω]]), μεμονωμένος, σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''μονώτης:''' ου adj. m стоящий особняком, обособленный или одинокий ([[βίος]] Arst.).
}}
}}