3,274,162
edits
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μονότεκνος:''' -ον ([[τέκνον]]), αυτός που έχει ένα μόνο [[παιδί]], σε Ευρ. | |lsmtext='''μονότεκνος:''' -ον ([[τέκνον]]), αυτός που έχει ένα μόνο [[παιδί]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μονότεκνος:''' имеющий одного лишь ребенка ([[Πρόκνη]] Eur.). | |||
}} | }} |