Anonymous

μονότεκνος: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μονότεκνος:''' -ον ([[τέκνον]]), αυτός που έχει ένα μόνο [[παιδί]], σε Ευρ.
|lsmtext='''μονότεκνος:''' -ον ([[τέκνον]]), αυτός που έχει ένα μόνο [[παιδί]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''μονότεκνος:''' имеющий одного лишь ребенка ([[Πρόκνη]] Eur.).
}}
}}