3,274,216
edits
(25) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μορία]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> <b>συν. στον πληθ.</b> <i>αἱ μορίαι</i><br />ιερές ελιές στην Αθήνα, οι οποίες ήταν αφιερωμένες στη θεά Αθηνά<br /><b>2.</b> (γενικά) [[κάθε]] [[ελιά]] η οποία φύτρωνε [[μέσα]] στους σηκούς ή στους περιβόλους τών ναών, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τις ελιές τών ιδιωτών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. προέρχεται πιθ. από τα [[μόρος]], [[μόριον]] «[[τμήμα]], [[τεμάχιο]]», [[γιατί]] τα δέντρα αυτά αποτελούσαν το [[μερίδιο]] που ανήκε στη θεά. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], λιγότερο πιθανή, ανάγεται σε λ. του προελληνικού υποστρώματος, που θα είχε τη σημ. «[[ελιά]]», από όπου προέρχονται [[μερικά]] μικρασιατικά και ελλ. τοπωνύμια (<b>[[πρβλ]].</b> λυκικό <i>Μύρα</i>, θεσσαλ. <i>Μύραι</i>)]. | |mltxt=[[μορία]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> <b>συν. στον πληθ.</b> <i>αἱ μορίαι</i><br />ιερές ελιές στην Αθήνα, οι οποίες ήταν αφιερωμένες στη θεά Αθηνά<br /><b>2.</b> (γενικά) [[κάθε]] [[ελιά]] η οποία φύτρωνε [[μέσα]] στους σηκούς ή στους περιβόλους τών ναών, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τις ελιές τών ιδιωτών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. προέρχεται πιθ. από τα [[μόρος]], [[μόριον]] «[[τμήμα]], [[τεμάχιο]]», [[γιατί]] τα δέντρα αυτά αποτελούσαν το [[μερίδιο]] που ανήκε στη θεά. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], λιγότερο πιθανή, ανάγεται σε λ. του προελληνικού υποστρώματος, που θα είχε τη σημ. «[[ελιά]]», από όπου προέρχονται [[μερικά]] μικρασιατικά και ελλ. τοπωνύμια (<b>[[πρβλ]].</b> λυκικό <i>Μύρα</i>, θεσσαλ. <i>Μύραι</i>)]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μορίᾱ:''' <b class="num">I</b> ἡ священная маслина, (преимущ. pl. [[μορίαι]] или [[μορίαι]] ἐλαῖαι) масличная роща Arph., Lys.<br /><b class="num">[[μορία]]:</b> ион. Anth. [[μορίη]] (ῑ) ἡ = [[μωρία]]. | |||
}} | }} |