Anonymous

μορμολύττομαι: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μορμολύττομαι:''' ([[μορμώ]])·<br /><b class="num">I.</b> αποθ., μόνο σε ενεστ. και παρατ., κάνω κάποιον να τρομάξει, [[φοβίζω]], σε Αριστοφ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[φοβάμαι]] για, <i>τι</i>, σε Πλάτ.
|lsmtext='''μορμολύττομαι:''' ([[μορμώ]])·<br /><b class="num">I.</b> αποθ., μόνο σε ενεστ. και παρατ., κάνω κάποιον να τρομάξει, [[φοβίζω]], σε Αριστοφ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[φοβάμαι]] για, <i>τι</i>, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''μορμολύττομαι:''' <b class="num">1)</b> бояться (οἱ μορμολυττόμενοι τὸν θάνατον Plat.);<br /><b class="num">2)</b> пугать, устрашать (τινα Arph.);<br /><b class="num">3)</b> отпугивать (τινα [[ἀπό]] τινος Xen.).
}}
}}