Anonymous

μοιράω: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μοιράω:''' ([[μοῖρα]]), μέλ. -άσω [ᾱ], Ιων. <i>-ήσω</i>· [[μοιράζω]], [[διαιρώ]], [[διανέμω]], σε Λουκ. — Μέσ., μοιράζουν [[αναμεταξύ]] τους, σε Αισχύλ. — Παθ., κληρώνομαι, διαμοιράζομαι, σε Λουκ.
|lsmtext='''μοιράω:''' ([[μοῖρα]]), μέλ. -άσω [ᾱ], Ιων. <i>-ήσω</i>· [[μοιράζω]], [[διαιρώ]], [[διανέμω]], σε Λουκ. — Μέσ., μοιράζουν [[αναμεταξύ]] τους, σε Αισχύλ. — Παθ., κληρώνομαι, διαμοιράζομαι, σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''μοιράω:''' тж. med. делить, разделять, распределять ([[κρέα]] Luc.; μοιρᾶσθαι κτήματα Aesch.): τὰ μεμοιραμένα Luc. предопределения (судьбы), участи, судьбы.
}}
}}