3,277,636
edits
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μοιράω:''' ([[μοῖρα]]), μέλ. -άσω [ᾱ], Ιων. <i>-ήσω</i>· [[μοιράζω]], [[διαιρώ]], [[διανέμω]], σε Λουκ. — Μέσ., μοιράζουν [[αναμεταξύ]] τους, σε Αισχύλ. — Παθ., κληρώνομαι, διαμοιράζομαι, σε Λουκ. | |lsmtext='''μοιράω:''' ([[μοῖρα]]), μέλ. -άσω [ᾱ], Ιων. <i>-ήσω</i>· [[μοιράζω]], [[διαιρώ]], [[διανέμω]], σε Λουκ. — Μέσ., μοιράζουν [[αναμεταξύ]] τους, σε Αισχύλ. — Παθ., κληρώνομαι, διαμοιράζομαι, σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μοιράω:''' тж. med. делить, разделять, распределять ([[κρέα]] Luc.; μοιρᾶσθαι κτήματα Aesch.): τὰ μεμοιραμένα Luc. предопределения (судьбы), участи, судьбы. | |||
}} | }} |