Anonymous

μονοτράπεζος: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μονοτράπεζος:''' -ον ([[τράπεζα]]), αυτός που κάθεται σε ξεχωριστό [[τραπέζι]], σε Ευρ.
|lsmtext='''μονοτράπεζος:''' -ον ([[τράπεζα]]), αυτός που κάθεται σε ξεχωριστό [[τραπέζι]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''μονοτράπεζος:''' (ᾰ) сажаемый за (или подаваемый на) отдельный стол: [[ξένια]] μονοτράπεζά τινι παρέχειν Eur. сажать какого-л. гостя за отдельный стол.
}}
}}