3,274,919
edits
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μονόδους:''' -όδοντος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει ένα μόνο [[δόντι]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''μονόδους:''' -όδοντος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει ένα μόνο [[δόντι]], σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μονόδους:''' όδοντος adj. однозубый: κόραι [[τρεῖς]] μονόδοντες Aesch. три девы с одним (общим) зубом, т. е. дочери Форка. | |||
}} | }} |