Anonymous

μελέτη: Difference between revisions

From LSJ
1,158 bytes added ,  1 January 2019
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μελέτη:''' ἡ ([[μέλω]]),·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[φροντίδα]], [[προσοχή]], σε Ησίοδ.· [[μελέτη]] πλεόνων, [[φροντίδα]] για [[πολλά]] πράγματα, στον ίδ.· ἔργων [[μελέτη]], [[προσοχή]] κατά την [[ανάληψη]] δράσης, σε Θουκ.· [[αλλά]] με γεν. υποκ., [[φροντίδα]] που προσφέρεται από κάποιον, [[θεῶν]] του μελέτῃ, σε Σοφ. <b>2. α)</b> πρακτική, [[εξάσκηση]], Λατ. [[meditatio]], σε Πίνδ.· ἡ δι' ὀλίγου [[μελέτη]], η σύντομη εξάσκησή τους, σε Θουκ.· <i>πόνων μελέται</i>, κοπιαστικές ασκήσεις, λέγεται για στρατιωτική [[εκπαίδευση]] της Σπάρτης, στον ίδ. <b>β)</b> με στρατιωτική [[έννοια]], [[εξάσκηση]], [[άσκηση]], γυμνάσια, στον ίδ. <b>γ)</b> λέγεται για ρήτορα, [[δοκιμή]], [[πρόβα]] του λόγου, σε Δημ.<br /><b class="num">3.</b> [[επιδίωξη]], σε Πίνδ.<br /><b class="num">II.</b> [[έγνοια]], [[ανησυχία]], <i>μελέτῃ κατατρύχεσθαι</i>, σε Ευρ.
|lsmtext='''μελέτη:''' ἡ ([[μέλω]]),·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[φροντίδα]], [[προσοχή]], σε Ησίοδ.· [[μελέτη]] πλεόνων, [[φροντίδα]] για [[πολλά]] πράγματα, στον ίδ.· ἔργων [[μελέτη]], [[προσοχή]] κατά την [[ανάληψη]] δράσης, σε Θουκ.· [[αλλά]] με γεν. υποκ., [[φροντίδα]] που προσφέρεται από κάποιον, [[θεῶν]] του μελέτῃ, σε Σοφ. <b>2. α)</b> πρακτική, [[εξάσκηση]], Λατ. [[meditatio]], σε Πίνδ.· ἡ δι' ὀλίγου [[μελέτη]], η σύντομη εξάσκησή τους, σε Θουκ.· <i>πόνων μελέται</i>, κοπιαστικές ασκήσεις, λέγεται για στρατιωτική [[εκπαίδευση]] της Σπάρτης, στον ίδ. <b>β)</b> με στρατιωτική [[έννοια]], [[εξάσκηση]], [[άσκηση]], γυμνάσια, στον ίδ. <b>γ)</b> λέγεται για ρήτορα, [[δοκιμή]], [[πρόβα]] του λόγου, σε Δημ.<br /><b class="num">3.</b> [[επιδίωξη]], σε Πίνδ.<br /><b class="num">II.</b> [[έγνοια]], [[ανησυχία]], <i>μελέτῃ κατατρύχεσθαι</i>, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''μελέτη:''' дор. [[μελέτα]] ἡ<br /><b class="num">1)</b> забота, попечение (τινός Hes., περί τινος и πρός τι Plut.): [[θεῶν]] του μελέτῃ Soph. по воле кого-л. из богов;<br /><b class="num">2)</b> забота, тревога, беспокойство (μελέτῃ κατατρυχόμενος Eur.);<br /><b class="num">3)</b> упражнение, обучение (μ. καὶ [[μύησις]] Plat.): πόνων μ. Thuc. приучение (себя) к перенесению трудностей; [[μετὰ]] κινδύνων τὰς μελέτας ποιεῖσθαι Thuc. закаляться в опасностях;<br /><b class="num">4)</b> наставление или учение, завет (μελέται, ἃς οἱ πατέρες τε [[ἡμῖν]] παρέδοσαν Thuc.);<br /><b class="num">5)</b> ораторское упражнение, публичное выступление (μ. καὶ [[ἐπιμέλεια]] Dem.);<br /><b class="num">6)</b> предмет, тема (μελέται ἀείδων Pind.).
}}
}}