Anonymous

μονώψ: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μονώψ:''' Ιων. [[μουνώψ]], -ῶπος, ὁ, ἡ, [[μονόφθαλμος]], σε Αισχύλ., Ευρ.
|lsmtext='''μονώψ:''' Ιων. [[μουνώψ]], -ῶπος, ὁ, ἡ, [[μονόφθαλμος]], σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''μονώψ:''' ион. [[μουνώψ]], ῶπος adj. одноглазый ([[Κύκλωψ]] Eur.).
}}
}}