Anonymous

μύχιος: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μύχιος:''' -α, -ον (μῠχός), [[εσωτερικός]], [[εσώτατος]], αποσυρμένος, αποκλεισμένος, σε Αισχύλ., Λουκ.
|lsmtext='''μύχιος:''' -α, -ον (μῠχός), [[εσωτερικός]], [[εσώτατος]], αποσυρμένος, αποκλεισμένος, σε Αισχύλ., Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''μύχιος:''' (ῠ) глубокий, внутренний: μυχία [[Προποντίς]] Aesch. образующая глубокую бухту Пропонтида; μ. [[Ἀΐδης]] Anth. глубоко (под землей) находящийся Аид; μύχιόν τι ὑποκρώζειν Luc. издавать гортанный звук (о птице).
}}
}}