Anonymous

μυλιάω: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μῠλῐάω:''' ([[μύλη]]), [[τρίζω]] τα δόντια μου, σε Ησίοδ., στην Επικ. μτχ. <i>μυλιόωντες</i>.
|lsmtext='''μῠλῐάω:''' ([[μύλη]]), [[τρίζω]] τα δόντια μου, σε Ησίοδ., στην Επικ. μτχ. <i>μυλιόωντες</i>.
}}
{{elru
|elrutext='''μῠλιάω:''' (только part. praes.) скрежетать, щелкать зубами Hes.
}}
}}