Anonymous

ναυαγέω: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ναυᾱγέω:''' Ιων. ναυηγ-, μέλ. <i>-ήσω</i>, [[παθαίνω]] [[ναυάγιο]], [[ναυαγώ]], σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.· μεταφ., λέγεται για άρματα, συντρίβομαι, σε Δημ.
|lsmtext='''ναυᾱγέω:''' Ιων. ναυηγ-, μέλ. <i>-ήσω</i>, [[παθαίνω]] [[ναυάγιο]], [[ναυαγώ]], σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.· μεταφ., λέγεται για άρματα, συντρίβομαι, σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ναυᾱγέω:''' ион. [[ναυηγέω]]<br /><b class="num">1)</b> терпеть кораблекрушение Her., Xen., Dem. etc.;<br /><b class="num">2)</b> терпеть крушение, неудачу (ἔν τινι Plut. и περί τι NT).
}}
}}