Anonymous

ναυμάχος: Difference between revisions

From LSJ
3b
(26)
(3b)
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο (Α [[ναυμάχος]], -ον)<br />(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που μάχεται στη [[θάλασσα]], αυτός που παίρνει [[μέρος]] σε [[ναυμαχία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ναῦς]] «[[πλοίο]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>μάχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μάχομαι]]), <b>πρβλ.</b> [[μονομάχος]]. Η [[παροξυτονία]] προσδίδει στον τ. ενεργητική σημ.].
|mltxt=-ο (Α [[ναυμάχος]], -ον)<br />(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που μάχεται στη [[θάλασσα]], αυτός που παίρνει [[μέρος]] σε [[ναυμαχία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ναῦς]] «[[πλοίο]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>μάχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μάχομαι]]), <b>πρβλ.</b> [[μονομάχος]]. Η [[παροξυτονία]] προσδίδει στον τ. ενεργητική σημ.].
}}
{{elru
|elrutext='''ναυμάχος:''' (ᾰ) ведущий морское сражение Anth.
}}
}}