Anonymous

μύλαξ: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μύλαξ:''' [ῠ], -ᾰκος, ὁ ([[μύλη]]), Επικ. δοτ. πληθ. <i>μυλάκεσσι</i>, [[μυλόπετρα]], [[μεγάλη]] στρογγυλή [[πέτρα]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''μύλαξ:''' [ῠ], -ᾰκος, ὁ ([[μύλη]]), Επικ. δοτ. πληθ. <i>μυλάκεσσι</i>, [[μυλόπετρα]], [[μεγάλη]] στρογγυλή [[πέτρα]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''μύλαξ:''' ᾰκος (ῠ) ὁ мельничный камень, жернов, тж. (вообще) большой камень Hom., Anth.
}}
}}