Anonymous

μνήστειρα: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μνήστειρα:''' Δωρ. μνάστ-, ἡ, θηλ. του [[μνηστήρ]], αυτή που έχει στο νου της, που σκέφτεται, με γεν., σε Πίνδ.
|lsmtext='''μνήστειρα:''' Δωρ. μνάστ-, ἡ, θηλ. του [[μνηστήρ]], αυτή που έχει στο νου της, που σκέφτεται, με γεν., σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''μνήστειρα:''' <b class="num">I</b> дор. μνάστειρα adj. f [[μνάομαι]] I] помнящая, не забывающая (Ἀφροδίτας μ. [[ὀπώρα]] Pind.).<br /><b class="num">II</b> ἡ [[μνάομαι]] II] (та), к которой сватаются или невеста Anth.
}}
}}