3,277,309
edits
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μνήστειρα:''' Δωρ. μνάστ-, ἡ, θηλ. του [[μνηστήρ]], αυτή που έχει στο νου της, που σκέφτεται, με γεν., σε Πίνδ. | |lsmtext='''μνήστειρα:''' Δωρ. μνάστ-, ἡ, θηλ. του [[μνηστήρ]], αυτή που έχει στο νου της, που σκέφτεται, με γεν., σε Πίνδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μνήστειρα:''' <b class="num">I</b> дор. μνάστειρα adj. f [[μνάομαι]] I] помнящая, не забывающая (Ἀφροδίτας μ. [[ὀπώρα]] Pind.).<br /><b class="num">II</b> ἡ [[μνάομαι]] II] (та), к которой сватаются или невеста Anth. | |||
}} | }} |