Anonymous

μοτός: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μοτός:''' ὁ, κομματιασμένο λινό ύφασμα, [[ξαντό]] (που χρησιμ. ως [[επίθεμα]] στα τραύματα), πρβλ. [[ἔμμοτος]].
|lsmtext='''μοτός:''' ὁ, κομματιασμένο λινό ύφασμα, [[ξαντό]] (που χρησιμ. ως [[επίθεμα]] στα τραύματα), πρβλ. [[ἔμμοτος]].
}}
{{elru
|elrutext='''μοτός:''' ὁ корпия (для ран) Plut.
}}
}}