Anonymous

ναρκάω: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ναρκάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, Επικ. αόρ. αʹ <i>νάρκησα</i>· [[γίνομαι]] [[άκαμπτος]], καθίσταμαι [[δυσκίνητος]] ή ναρκώνομαι, Λατ. torpere, σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ.
|lsmtext='''ναρκάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, Επικ. αόρ. αʹ <i>νάρκησα</i>· [[γίνομαι]] [[άκαμπτος]], καθίσταμαι [[δυσκίνητος]] ή ναρκώνομαι, Λατ. torpere, σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ναρκάω:''' цепенеть, коченеть (ἡττωμένῳ τῷ θερμῷ Plut.): νάρκησε [[χείρ]] Hom. бессильно повисла рука; τὴν ψυχὴν καὶ τὸ [[στόμα]] ν. Plat. остолбенеть и онеметь; ν. ποιεῖν Plat. приводить в состояние оцепенения, оглушать.
}}
}}