Anonymous

νᾶμα: Difference between revisions

From LSJ
445 bytes added ,  1 January 2019
3
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νᾶμα:''' -ατος, τό ([[νάω]]), οτιδήποτε ρέει, τρεχούμενο [[νερό]], [[ποταμός]], [[ρεύμα]] νερού, [[ρυάκι]], σε Τραγ., Πλάτ.
|lsmtext='''νᾶμα:''' -ατος, τό ([[νάω]]), οτιδήποτε ρέει, τρεχούμενο [[νερό]], [[ποταμός]], [[ρεύμα]] νερού, [[ρυάκι]], σε Τραγ., Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''νᾶμα:''' ατος (νᾱ) τό<br /><b class="num">1)</b> источник, ключ (Κασταλίας Soph.; Δίρκης Eur.): ν. [[ποτάμιον]] Eur. ручей, река;<br /><b class="num">2)</b> перен. струя, поток (λόγων Plat.; δακρύων Soph.; [[πυρός]] Eur.);<br /><b class="num">3)</b> влага, вода (κρηνῶν καὶ ποταμῶν νάματα Plat.).
}}
}}