Anonymous

μορμολυκεῖον: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μορμολῠκεῖον:''' τό, = [[μορμώ]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''μορμολῠκεῖον:''' τό, = [[μορμώ]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''μορμολῠκεῖον:''' и [[μορμολύκειον]] τό пугало, страшилище (τινι Arph.; μὴ [[δεδιέναι]] τὸν θάνατον [[ὥσπερ]] μορμολύκεια Plat.; γιγάντειόν τι Luc.).
}}
}}