Anonymous

νεκρόω: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νεκρόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[νεκρώνω]], [[φονεύω]] — Παθ., είμαι ή νεκρώνομαι· <i>νεκρωθείς</i>, σε Ανθ.· <i>νενεκρωμένος</i>, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II.</b> [[απονεκρώνω]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''νεκρόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[νεκρώνω]], [[φονεύω]] — Παθ., είμαι ή νεκρώνομαι· <i>νεκρωθείς</i>, σε Ανθ.· <i>νενεκρωμένος</i>, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II.</b> [[απονεκρώνω]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''νεκρόω:''' умерщвлять (τὰ [[μέλη]] [[ἑαυτοῦ]] NT); pass. омертвевать ([[σῶμα]] νενεκρωμένον NT). - см. тж. [[νεκρόομαι]].
}}
}}