Anonymous

νεοπρεπής: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νεοπρεπής:''' -ές ([[πρέπω]]), αυτός που αρμόζει σε νέους, [[νεανικός]]· επίσης, [[ελευθέριος]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''νεοπρεπής:''' -ές ([[πρέπω]]), αυτός που αρμόζει σε νέους, [[νεανικός]]· επίσης, [[ελευθέριος]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''νεοπρεπής:''' <b class="num">1)</b> подобающий (лишь) молодежи (ὁ [[λόγος]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> юношеский, незрелый (ν. καὶ [[περίεργος]] Plut.).
}}
}}