3,277,119
edits
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μῠσάττομαι:''' ([[μύσος]]), μέλ. <i>μυσαχθήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐμυσάχθην</i>, αποθ.· [[αισθάνομαι]] αποτροπιασμό σε οτιδήποτε αηδιαστικό, μισητό, αποστρέφομαι, [[σιχαίνομαι]], με αιτ., σε Ευρ., Ξεν. | |lsmtext='''μῠσάττομαι:''' ([[μύσος]]), μέλ. <i>μυσαχθήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐμυσάχθην</i>, αποθ.· [[αισθάνομαι]] αποτροπιασμό σε οτιδήποτε αηδιαστικό, μισητό, αποστρέφομαι, [[σιχαίνομαι]], με αιτ., σε Ευρ., Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μῠσάττομαι:''' (fut. μυσαχθήσομαι, aor. ἐμυσάχθην) испытывать отвращение, содрогаться от ужаса (ὡς ἐπὶ τέρατι Luc.): παίδων μυσαχθεῖσ᾽ εἰσόδους Eur. содрогнувшись от ужаса при входе детей. | |||
}} | }} |