Anonymous

μυσάττομαι: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μῠσάττομαι:''' ([[μύσος]]), μέλ. <i>μυσαχθήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐμυσάχθην</i>, αποθ.· [[αισθάνομαι]] αποτροπιασμό σε οτιδήποτε αηδιαστικό, μισητό, αποστρέφομαι, [[σιχαίνομαι]], με αιτ., σε Ευρ., Ξεν.
|lsmtext='''μῠσάττομαι:''' ([[μύσος]]), μέλ. <i>μυσαχθήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐμυσάχθην</i>, αποθ.· [[αισθάνομαι]] αποτροπιασμό σε οτιδήποτε αηδιαστικό, μισητό, αποστρέφομαι, [[σιχαίνομαι]], με αιτ., σε Ευρ., Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''μῠσάττομαι:''' (fut. μυσαχθήσομαι, aor. ἐμυσάχθην) испытывать отвращение, содрогаться от ужаса (ὡς ἐπὶ τέρατι Luc.): παίδων μυσαχθεῖσ᾽ εἰσόδους Eur. содрогнувшись от ужаса при входе детей.
}}
}}